Σάββατο 8 Ιουλίου 2017

Θάλασσα

Είναι φορές που νιώθω κατανόηση και ταύτιση συναισθημάτων με τον μακαρίτη τον Ξέρξη. Αντιμέτωπος με την τρικυμία που διέλυσε τον στόλο του στον Ελλήσποντο, εμποδίζοντας έτσι την εκστρατεία του στην Ελλάδα, διέταξε να μαστιγώσουν τη θάλασσα. Ανόητο; Φυσικά, έτσι φαίνεται όταν είμαστε στις καλές μας και αναπολούμε τα γεγονότα από απόσταση. Όταν όμως περιμένεις ένα εσπερινό κολύμπι για χαλάρωση και βρίσκεσαι μπροστά σε ένα κύμα που ανακατώνει την παραλία, μαζί με τη διάθεσή σου και το στομάχι σου, τότε κοιτάζεις ανήμπορος το ‘στοιχειό’ και σκέφτεσαι ότι ίσως κάπου είχε δίκιο ο βασιλιάς εκείνος...
     Κι έπειτα, μη έχοντας τι άλλο να κάνεις, καταφεύγεις στον αμυντικό μηχανισμό της εξιδανίκευσης. Μελετάς το φαινόμενο ηθικοπλαστικά και λες ότι μοιάζει και η θάλασσα με την ανθρώπινη ψυχή. Πού είναι εκείνη η πρωινή κάλμα, διάφανη, κρυστάλλινη σε όψη και θερμοκρασία; Και πού είναι ο καλός σου εαυτός, που τόσο περί πολλού τον έχεις και τον δείχνεις και στους άλλους προς άγραν επαίνων και θαυμασμού; Αρκεί ένα αεράκι για να κάνει τον καθρέφτη της θάλασσας τρικυμισμένο βούρκο. Αρκεί κι ένα ‘αεράκι’ -- μια αναποδιά, μια δυσκολία, μια ανατροπή στο πρόγραμμα, ένας λόγος ελεγκτικός, έστω και καλοπροαίρετος -- για να σου κάνει την ψυχή άνω-κάτω, να βγάλει τον αποτρόπαιο ‘Μίστερ Χάιντ’ μέσα από το κοστούμι του αξιοσέβαστου ‘Δόκτορος Τζέκιλ’ και να δείξει το αληθινό σου πρόσωπο κάτω από το ευγενικό καθημερινό σου προσωπείο.
     Και με τις σκέψεις αυτές απευθύνω στον ’Μίστερ Χάιντ’ μου τους στίχους του παλαιού εκείνου άσματος:
 
«Μοιάζεις και συ σαν θάλασσα
που με τα κύματά σου
μου τάχεις κάνει θάλασσα
και πνίγομαι κοντά σου».